бронировать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

бронировать - translation to πορτογαλικά


бронировать      
(закреплять за кем-л) reservar , encomendar (pedir) de antemão ; (укреплять) {воен.} blindar , couraçar
marcar os lugares      
бронировать места
marcar os lugares      
бронировать места

Ορισμός

бронировать
I
несов. и сов. перех.
Официально закреплять кого-л., что-л. за кем-л., чем-л.
II
несов. и сов. перех.
Покрывать бронёй (2).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бронировать
1. Перспективных абитуриентов надо "бронировать" смолоду.
2. Бронировать надо индивидуально, групповых туров зимой нет.
3. Билеты лучше бронировать заранее, количество мест ограничено.
4. Потенциальные путешественники не спешат бронировать дорогие туры.
5. Бронировать можно на самом сайте за дополнительные $5.